- σταυροπροσκύνηση
- η / σταυροπροσκύνησις, -ήσεως, ΝΜ1. η προσκύνηση τού τίμιου σταυρού2. φρ. «Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως» — η τρίτη Κυριακή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε προβάλλεται στους πιστούς για προσκύνηση ο τίμιος σταυρός.
Dictionary of Greek. 2013.